- χειραπτάζω
- χειραπτ-άζω,A touch with the hand, take in hand, handle, Hdt.2.90.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειραπτάζω — Α πιάνω με το χέρι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἅπτω, κατά τα ρ. σε άζω (πρβλ. ῥιπτ άζω)] … Dictionary of Greek
χειραπτάζοντες — χειραπτάζω touch with the hand pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)